τρυπησιά

τρυπησιά
η, Ν
η τρύπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυπησ- τού αορ. τρύπησ-α τού τρυπώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. βρισ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθισιά — και καθησιά, η 1. η κατάσταση τού κάθομαι ή τού καθίζω 2. το να κάθεται κάποιος στο τραπέζι για να φάει ή για να πιει 3. το χρονικό διάστημα που χρειάζεται κάποιος για να φάει ή για να πιει («τρώει ένα αρνί στην καθισιά του»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τρύπημα — το, ατος 1. η διάνοιξη τρύπας, η τρυπησιά: Έκανε τρύπημα στ αυτιά για να περάσει σκουλαρίκια. 2. τσίμπημα, κεντηματιά με μυτερό όργανο: Τρύπημα απ αγκάθι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”